- θρηνολογώ
- (α, ε) αμετ. плакать, причитать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρηνολογώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θρηνολογώ — άω (ΑΜ θρηνολογῶ, έω) θρηνώ, μοιρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + λογώ < λόγος < λέγω (πρβλ. βραχυ λογώ, πολυ λογώ)] … Dictionary of Greek
θρηνολογώ — θρηνολόγησα, θρηνώ, μοιρολογώ: Όλη τη νύχτα θρηνολογούσαν το νεκρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοτοτύζω — ἀνοτοτύζω (Α) θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῑ, θρηνολογώ»] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αναθρηνώ — ( έω) (Α ἀναθρηνῶ) θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θρηνῶ] … Dictionary of Greek
ανολοφύρομαι — ἀνολοφύρομαι (Α) θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ, άνολολύζω* … Dictionary of Greek
αποδύρομαι — ἀποδύρομαι (Α) [οδύρομαι] 1. θρηνώ, θρηνολογώ 2. παρακαλώ με κλάματα … Dictionary of Greek
αποθρηνώ — ἀποθρηνῶ ( έω) (Α) θρηνολογώ, πενθώ … Dictionary of Greek
αποκλαίω — (AM ἀποκλαίω, Α κ. κλάω) σταματώ το κλάμα, παύω να κλαίω νεοελλ. θρηνώ κάποιον σαν να έχει ήδη πεθάνει αρχ. 1. κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ 2. θρηνώ κάποιον … Dictionary of Greek
απολοφύρομαι — ἀπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι] 1. θρηνολογώ μεγαλόφωνα 2. ολοκληρώνω, σταματώ τον θρήνο («νῡν δὲ ἀπολοφυράμενοι...» και τώρα αφού κλάψατε, αφού μοιρολογήσατε όσο έπρεπε..., Θουκ.) … Dictionary of Greek